Τα σμαράγδια του ξεριζωμού

Μια ιστορία για όσα χάνουμε,

μας στοιχειώνουν και μας δυναμώνουν

μέχρι να μας απελευθερώσουν ξανά...

 

Μια ιστορία για ενήλικες

της Χριστίνας Κρητικού

 

 

Πειραιάς, Σεπτέμβριος 1932

Αξημέρωτη τούτη η νύχτα, απόψε. Ζέστη αφόρητη και πνιγερή, παρόλο που μπήκε ο Σεπτέμβρης. Δεν μπορούσε να ησυχάσει η Σμαράγδα. ο ύπνος φαίνεται πως την είχε εγκαταλείψει. Γερμένη στο μαξιλάρι της ατένιζε το λαμπερό φεγγάρι. Θαρρείς κι εκείνο δάκρυζε μαζί της. Θαρρείς κι εκείνο ταξίδευε μαζί της. Δεν είχε άλλο νόημα. Πήρε το πουγκάκι κάτω απ’ το μαξιλάρι της και σηκώθηκε για την κουζίνα. Ίσως ένα τσάι να την ηρεμούσε λίγο.

Άνοιξε τις κουρτίνες και λούστηκε στο φεγγαρένιο φως. Κι εκεί, στο μισοσκόταδο, άνοιξε για χιλιοστή φορά το πουγκί της, πάντα με την ίδια, λαχτάρα. Πάντα με την ίδια νοσταλγία. Ένα πουγκάκι, μισοσκισμένο πια, που έκρυβε μέσα του ένα σμαράγδι! Μια γυαλιστερή, καταπράσινη πέτρα, που ήταν ακόμα τόσο λαμπερή, όσο εκείνο τον Μάιο του 1922, που γιόρταζε με τον Νικόλα τα γενέθλιά της….

Η Σμαράγδα χάιδεψε την πέτρα νοσταλγικά και ο νους της έγινε ξαφνικά μια βίαιη χρονομηχανή που την τραβούσε πίσω, στα ματωμένα χώματα της Σμύρνης της... Οι αναμνήσεις την κατέκλυσαν, μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα.

- Για σένα, Σμαραγδούλα! Που είσαι σκέτο σμαράγδι! Χρόνια σου πολλά!

- Η Σμαράγδα σκέφτηκε πως, στα δεκαπέντε της χρόνια, είχε μόλις λάβει το ωραιότερο δώρο της ζωής της.

- Αχ, Νικόλα, αυτό είναι ακριβό! Πού βρήκε τόσα λεφτά ένα παιδί δεκαεφτά χρονών;

- Μη σκας εσύ γι’ αυτά! Πούλησα στην αγορά το δαχτυλίδι που μου είχε χαρίσει ο παππούς μου. Να, δες, πήρα κι εγώ μια ίδια πέτρα για ’μένα! Κι αν ποτέ γίνει κάτι και χωριστούμε, να έχεις πάντα κοντά σου το σμαράγδι αυτό και να ...


ΓΙΑ ΝΑ ΔΙΑΒΑΣΕΤΕ το υπόλοιπο κέιμενο Συνδεθείτε ή Εγγραφείτε παρακάτω

Σύνδεση     Εγγραφή